Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκανδαλιστικός — ή, ό, Ν [σκανδαλίζω] αυτός που προκαλεί σκάνδαλο, που διεγείρει την περιέργεια ή την ερωτική, κυρίως, επιθυμία … Dictionary of Greek